- βατεύομαι
- βατεύομαι, βατεύτηκα, βατεμένος βλ. πίν. 18
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παροχεύομαι — Α (για θηλυκά ζώα που έχουν μόνιμο ταίρι) βατεύομαι και από άλλα αρσενικά ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * ὀχεύομαι «βατεύομαι»] … Dictionary of Greek
οχεύω — (Α ὀχεύω) 1. (για αρσ. ζώο και σπάν. για πρόσ. με υποτιμητική σημ.) βατεύω, μαρκαλίζω 2. (το μέσ. ως παθ.) οχευομαι (για θηλ. ζώο) βατεύομαι αρχ. 1. (για ιπποκόμο) οδηγώ τον επιβήτορα κοντά στο θηλυκό άλογο προκειμένου να τό βατεύσει 2. (το μέσ.) … Dictionary of Greek